Για άλλη μια φορά καταρρίπτεται το στερεότυπο ότι οι γυναίκες δεν είναι καλές στα μαθηματικά. Αντιγράφω από το άρθρο της Κ.Παπακώστα από τα ΝΕΑ (οι υπογραμμίσεις δικές μου):
Τα μαθηματικά αντιμετωπίζονται από πολλούς, εκπαιδευτικούς και μη, ως ανδρική υπόθεση. Όμως έρευνες αποδεικνύουν πως οι γυναίκες έχουν μαθηματική σκέψη και η πεποίθηση ότι «τα κορίτσια είναι καλύτερα στο να κλείνουν ένα ρήμα και τα αγόρια στο να κάνουν μαθηματικές πράξεις» είναι απλώς ένα στερεότυπο. Κάποιοι μάλιστα υποστηρίζουν ότι υπεύθυνοι γι΄ αυτό είναι οι δάσκαλοι.
Για τη Sian Βeilock, καθηγήτρια Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Σικάγου, υπεύθυνες για το συγκεκριμένο στερεότυπο είναι οι γυναίκες δασκάλες του δημοτικού. Αυτό ήταν το βασικό συμπέρασμα πρόσφατης έρευνας που πραγματοποιήθηκε στο αμερικανικό πανεπιστήμιο. Οι μαθήτριες της Α΄ και της Β΄ δημοτικού, των οποίων οι δασκάλες είχαν άγχος για τη διδασκαλία των μαθηματικών, είχαν χειρότερες επιδόσεις στο συγκεκριμένο μάθημα. Ο τρόπος που μετέδιδαν το άγχος στις μικρές μαθήτριες και αναπαρήγαν το στερεότυπο είναι, σύμφωνα με τους ερευνητές, απλός: καλούσαν πιο συχνά τα αγόρια να λύσουν ασκήσεις, τα επαινούσαν πολύ περισσότερο από τις συμμαθήτριές τους ή υπονοούσαν ότι δεν είναι απαραίτητο για τα κορίτσια να γνωρίζουν μαθηματικά. Ανάλογη όμως είναι και η στάση κάποιων Ελλήνων εκπαιδευτικών, που φαίνεται να πιστεύουν πως γυναίκες και μαθηματικά είναι ασύμβατα. Σε έρευνα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου το 2007 σε δείγμα 255 δασκάλων δημοτικού, τα μαθηματικά όχι απλώς χαρακτηρίζονται ανδρική υπόθεση, αλλά οι συμμετέχοντες πιστεύουν ότι τα κορίτσια έχουν από τη φύση τους μειωμένες ικανότητες.
Ο ρόλος του καθηγητή
«Στο λύκειο είχα μαθηματικό στου οποίου το μάθημα ήμουν άριστη χωρίς να καταβάλλω ιδιαίτερη προσπάθεια και σε επόμενη τάξη με άλλον καθηγητή δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα με την πρώτη», λέει στα «ΝΕΑ» η Δέσποινα Καφαντάρη, φοιτήτρια στο Χημικό Τμήμα. Συμπληρώνει δε ότι «σε σχολικό επίπεδο, ο καθηγητής παίζει πρωτεύοντα ρόλο στο αν θα αποδώσει ο εκάστοτε μαθητής στα μαθηματικά. Αυτό άλλωστε ισχύει σε όλα τα μαθήματα». Για τη Δέσποινα το στερεότυπο της ανδρικής υπεροχής στα μαθηματικά δεν ισχύει. Όπως χαρακτηριστικά λέει, «το να είναι κάποιος έξυπνος, εύστροφος και γενικώς να έχει όσα χαρακτηριστικά χρειάζονται για να είναι καλός στα μαθηματικά είναι ανεξάρτητο από το φύλο του». Για τον κ. Γιάννη Τυρλή, γενικό γραμματέα της Ελληνικής Μαθηματικής Εταιρείας και καθηγητή Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης όμως «οι διαφορές των δύο φύλων στις μαθηματικές επιδόσεις παρουσιάζουν μεγάλες αποκλίσεις ανάλογα με τη βαθμίδα που εξετάζει κανείς. Δηλαδή, πλέον σε σχολικό επίπεδο υπάρχει ισορροπία, στο ερευνητικό έχει μειωθεί το χάσμα αλλά υπάρχουν ακόμη διαφορές και σε επίπεδο διεθνών διαγωνισμών, π.χ. στις μαθηματικές ολυμπιάδες, παρατηρούνται τεράστιες αποκλίσεις υπέρ των αγοριών». Ωστόσο, επισημαίνει ότι «σίγουρα τα τελευταία χρόνια το στερεότυπο αρχίζει να αλλάζει και στον μέσο πληθυσμό μπορούμε να μιλάμε για ισορροπία». Η κ. Βασιλική Δεληγιάννη, καθηγήτρια της Κοινωνιολογικής Θεμελίωσης της Αγωγής στο Τμήμα Ψυχολογίας του ΑΠΘ, επισημαίνει ότι «υπάρχει ο διαχωρισμός ανδρικών και γυναικείων μαθημάτων, αντικειμένων σπουδών και επαγγελμάτων. Είναι πολλοί αυτοί που αξιολογούν και χαρακτηρίζουν τα μαθηματικά ως ανδρική υπόθεση. Γονείς, παιδιά και εκπαιδευτικοί. Και φυσικά αναπαράγουν αυτήν την αντίληψη. Πρόκειται λοιπόν για μια κοινωνική κατασκευή». Τονίζει ωστόσο ότι «δεν είναι σε καμία περίπτωση βιολογικό φαινόμενο». Για την κ. Δεληγιάννη όμως δεν είναι βασικοί υπαίτιοι αυτής της κοινωνικής κατασκευής οι εκπαιδευτικοί. «Αρκεί να σκεφτείτε ότι τα κορίτσια που έχουν έφεση στα μαθηματικά αντιμετωπίζονται από τους συνομηλίκους τους σαν να στερούνται κάποιο στοιχείο της θηλυκότητάς τους», υποστηρίζει.
Διεθνείς έρευνες όπως οι μελέτες ΤΙΜSS (1990- 1998) και ΡΙSΑ (του 2006) του ΟΟΣΑ για τις επιδόσεις στα μαθηματικά αναδεικνύουν την «ισότητα» ανδρικού και γυναικείου εγκεφάλου, αφού οι στατιστικές διαφορές είναι πολύ μικρές και ανατρέπουν την πεποίθηση της γυναικείας μειονεξίας στο συγκεκριμένο αντικείμενο. Έρευνα που δημοσιεύθηκε αυτόν τον μήνα στο «Ρsychological Βulletin» και έγινε σε δείγμα μισού εκατομμυρίου μαθητών ηλικίας 14 έως 16 ετών από 69 χώρες δείχνει επίσης ότι δεν υπάρχει καμία διαφορά στις επιδόσεις των δύο φύλων.
Τα μαθηματικά αντιμετωπίζονται από πολλούς, εκπαιδευτικούς και μη, ως ανδρική υπόθεση. Όμως έρευνες αποδεικνύουν πως οι γυναίκες έχουν μαθηματική σκέψη και η πεποίθηση ότι «τα κορίτσια είναι καλύτερα στο να κλείνουν ένα ρήμα και τα αγόρια στο να κάνουν μαθηματικές πράξεις» είναι απλώς ένα στερεότυπο. Κάποιοι μάλιστα υποστηρίζουν ότι υπεύθυνοι γι΄ αυτό είναι οι δάσκαλοι.
Για τη Sian Βeilock, καθηγήτρια Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Σικάγου, υπεύθυνες για το συγκεκριμένο στερεότυπο είναι οι γυναίκες δασκάλες του δημοτικού. Αυτό ήταν το βασικό συμπέρασμα πρόσφατης έρευνας που πραγματοποιήθηκε στο αμερικανικό πανεπιστήμιο. Οι μαθήτριες της Α΄ και της Β΄ δημοτικού, των οποίων οι δασκάλες είχαν άγχος για τη διδασκαλία των μαθηματικών, είχαν χειρότερες επιδόσεις στο συγκεκριμένο μάθημα. Ο τρόπος που μετέδιδαν το άγχος στις μικρές μαθήτριες και αναπαρήγαν το στερεότυπο είναι, σύμφωνα με τους ερευνητές, απλός: καλούσαν πιο συχνά τα αγόρια να λύσουν ασκήσεις, τα επαινούσαν πολύ περισσότερο από τις συμμαθήτριές τους ή υπονοούσαν ότι δεν είναι απαραίτητο για τα κορίτσια να γνωρίζουν μαθηματικά. Ανάλογη όμως είναι και η στάση κάποιων Ελλήνων εκπαιδευτικών, που φαίνεται να πιστεύουν πως γυναίκες και μαθηματικά είναι ασύμβατα. Σε έρευνα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου το 2007 σε δείγμα 255 δασκάλων δημοτικού, τα μαθηματικά όχι απλώς χαρακτηρίζονται ανδρική υπόθεση, αλλά οι συμμετέχοντες πιστεύουν ότι τα κορίτσια έχουν από τη φύση τους μειωμένες ικανότητες.
Ο ρόλος του καθηγητή
«Στο λύκειο είχα μαθηματικό στου οποίου το μάθημα ήμουν άριστη χωρίς να καταβάλλω ιδιαίτερη προσπάθεια και σε επόμενη τάξη με άλλον καθηγητή δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα με την πρώτη», λέει στα «ΝΕΑ» η Δέσποινα Καφαντάρη, φοιτήτρια στο Χημικό Τμήμα. Συμπληρώνει δε ότι «σε σχολικό επίπεδο, ο καθηγητής παίζει πρωτεύοντα ρόλο στο αν θα αποδώσει ο εκάστοτε μαθητής στα μαθηματικά. Αυτό άλλωστε ισχύει σε όλα τα μαθήματα». Για τη Δέσποινα το στερεότυπο της ανδρικής υπεροχής στα μαθηματικά δεν ισχύει. Όπως χαρακτηριστικά λέει, «το να είναι κάποιος έξυπνος, εύστροφος και γενικώς να έχει όσα χαρακτηριστικά χρειάζονται για να είναι καλός στα μαθηματικά είναι ανεξάρτητο από το φύλο του». Για τον κ. Γιάννη Τυρλή, γενικό γραμματέα της Ελληνικής Μαθηματικής Εταιρείας και καθηγητή Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης όμως «οι διαφορές των δύο φύλων στις μαθηματικές επιδόσεις παρουσιάζουν μεγάλες αποκλίσεις ανάλογα με τη βαθμίδα που εξετάζει κανείς. Δηλαδή, πλέον σε σχολικό επίπεδο υπάρχει ισορροπία, στο ερευνητικό έχει μειωθεί το χάσμα αλλά υπάρχουν ακόμη διαφορές και σε επίπεδο διεθνών διαγωνισμών, π.χ. στις μαθηματικές ολυμπιάδες, παρατηρούνται τεράστιες αποκλίσεις υπέρ των αγοριών». Ωστόσο, επισημαίνει ότι «σίγουρα τα τελευταία χρόνια το στερεότυπο αρχίζει να αλλάζει και στον μέσο πληθυσμό μπορούμε να μιλάμε για ισορροπία». Η κ. Βασιλική Δεληγιάννη, καθηγήτρια της Κοινωνιολογικής Θεμελίωσης της Αγωγής στο Τμήμα Ψυχολογίας του ΑΠΘ, επισημαίνει ότι «υπάρχει ο διαχωρισμός ανδρικών και γυναικείων μαθημάτων, αντικειμένων σπουδών και επαγγελμάτων. Είναι πολλοί αυτοί που αξιολογούν και χαρακτηρίζουν τα μαθηματικά ως ανδρική υπόθεση. Γονείς, παιδιά και εκπαιδευτικοί. Και φυσικά αναπαράγουν αυτήν την αντίληψη. Πρόκειται λοιπόν για μια κοινωνική κατασκευή». Τονίζει ωστόσο ότι «δεν είναι σε καμία περίπτωση βιολογικό φαινόμενο». Για την κ. Δεληγιάννη όμως δεν είναι βασικοί υπαίτιοι αυτής της κοινωνικής κατασκευής οι εκπαιδευτικοί. «Αρκεί να σκεφτείτε ότι τα κορίτσια που έχουν έφεση στα μαθηματικά αντιμετωπίζονται από τους συνομηλίκους τους σαν να στερούνται κάποιο στοιχείο της θηλυκότητάς τους», υποστηρίζει.
Διεθνείς έρευνες όπως οι μελέτες ΤΙΜSS (1990- 1998) και ΡΙSΑ (του 2006) του ΟΟΣΑ για τις επιδόσεις στα μαθηματικά αναδεικνύουν την «ισότητα» ανδρικού και γυναικείου εγκεφάλου, αφού οι στατιστικές διαφορές είναι πολύ μικρές και ανατρέπουν την πεποίθηση της γυναικείας μειονεξίας στο συγκεκριμένο αντικείμενο. Έρευνα που δημοσιεύθηκε αυτόν τον μήνα στο «Ρsychological Βulletin» και έγινε σε δείγμα μισού εκατομμυρίου μαθητών ηλικίας 14 έως 16 ετών από 69 χώρες δείχνει επίσης ότι δεν υπάρχει καμία διαφορά στις επιδόσεις των δύο φύλων.
Σχόλια