Μεταφραστικά, υπάρχει δυσκολία στην απόδοση αυτού του όρου. Προτάσεις μεταφραστικές αποδίδουν στη φράση "Ιmpostor Syndrome" τις εξής μεταφράσεις: άγχος αμφισβήτησης, φόβος διάψευσης, φόβος ξεμασκαρέματος, φόβος αφαίρεσης του προσωπείου, σύνδρομο ψευδεπίγραφης επιτυχίας, φόβος ξεμπροστιάσματος. Θεωρώ προσωπικά ότι μια εύστοχη απόδοση του συνδρόμου αυτού πρέπει να συμπεριλαμβάνει την έννοια της επιτυχίας και το συναίσθημα του άγχους ή του φόβου. Ας δούμε λοιπόν ποιος είναι ο ορισμός και τα χαρακτηριστικά του συνδρόμου αυτού:
Πρόκειται για ένα ψυχικό φαινόμενο (δεν έχει αναγνωριστεί ως σύνδρομο, αλλά έχει αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης σε πολλά επιστημονικά βιβλία) κατά το οποίο το άτομο αδυνατεί να εσωτερικεύσει τα επιτεύγματά του και να τα αναγνωρίσει ως πραγματικά, με αποτέλεσμα μια αίσθηση μειονεξίας και έναν φόβο ότι κάποια στιγμή οι άλλοι θα αντιληφθούν ότι δεν επρόκειτο για πραγματικό επίτευγμα αλλά για μια εξαπάτηση.
Το άτομο που έχει πετύχει κάτι, ανεξάρτητα από το μέγεθος του επιτεύγματος-της επιτυχίας του, ακόμα και αν έχουν αποδείξεις για αυτήν την επιτυχία (π.χ. απόκτηση ενός πτυχίου, αναγνώριση, βράβευση), δεν πείθεται ότι αξίζει την επιτυχία αυτή και πιστεύει ότι κατά βάθος έχει εξαπατήσει τον κόσμο. Όποια επιτυχία αποδίδεται από το άτομο στους παράγοντες της τύχης, των συγκυριών, στο ότι δήθεν κατάφεραν και εξαπάτησαν τους άλλους, στο ότι οι άλλοι δεν ανακάλυψαν τα λάθη τους, κτλ.
Έτσι, το άτομο διακατέχεται από ένα μόνιμο άγχος ότι "θα τον ξεσκεπάσουν" σύντομα και ότι κάποια στιγμή θα αποκαλυφθεί ότι δεν άξιζε την αναγνώριση που είχε αυτό που κατάφερε.
Το σύνδρομο αυτό λέγεται ότι είναι ιδιαίτερα υψηλό στους ακαδημαϊκούς, και ιδιαίτερα στους μεταπτυχιακούς φοιτητές, που αγωνίζονται με τη διαδικασία της απόδειξης των φαινομένων μέσα από την εκπόνησης μιας έρευνας και αναπόσπαστο μέρος της δουλειάς τους είναι να βρίσκονται υπό εξέταση, κριτική και αμφισβήτηση! Επίσης, το σύνδρομο αυτό είναι συχνότατο στους χαρισματικούς και ταλαντούχους ανθρώπους, που, όταν η υψηλή τους ικανότητα δεν συνοδεύεται από ισχυρή αυτοεκτίμηση, τότε, ακόμα και αν έχουν καταφέρει υψηλά επιτεύγματα, δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν ότι το κατάφεραν με την αξία τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ηθοποιός Τζόντι Φόστερ, που, αφού κέρδισε το Όσκαρ το 1989 για την καταπληκτική ερμηνεία της στην ταινία "Κατηγορούμενη", φοβόταν ότι η Ακαδημία θα της ζητήσει να της επιστραφεί το βραβείο, γιατί της δόθηκε από λάθος!
Το φαινόμενο αυτό λοιπόν φαίνεται να συνδέεται με το εσωτερικό ή εξωτερικό σημείο απόδοσης μιας επιτυχίας ή αποτυχίας (locus of control, attribution theory) που πραγματεύεται η θεωρία απόδοσης αιτίων. Όταν κάποιος αποδίδει την επιτυχία μόνο σε εξωτερικά αίτια (π.χ. "πέρασα τις εξετάσεις γιατί ήταν αφηρημένος ο εξεταστής"), και την αποτυχία σε εσωτερικά (π.χ. "εγώ φταίω που δεν πήρα την προαγωγή"), αυτά μας οδηγούν σε σκέψεις για τη χαμηλή αυτοπεποίθηση του ατόμου και χρειάζεται έτσι αναδρομή στους λόγους που τον οδήγησαν στο να μην πιστεύει, αναγνωρίζει και υπερασπίζεται τον εαυτό του κάποιος.
Οπότε, περιφραστικά θα λέγαμε ότι το σύνδρομο impostor είναι η ψευδώς εξωτερική απόδοση μιας πραγματικής επιτυχίας και ο φόβος αποκάλυψης αυτής της υποτιθέμενης 'εξαπάτησης'.
Πρόκειται για ένα ψυχικό φαινόμενο (δεν έχει αναγνωριστεί ως σύνδρομο, αλλά έχει αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης σε πολλά επιστημονικά βιβλία) κατά το οποίο το άτομο αδυνατεί να εσωτερικεύσει τα επιτεύγματά του και να τα αναγνωρίσει ως πραγματικά, με αποτέλεσμα μια αίσθηση μειονεξίας και έναν φόβο ότι κάποια στιγμή οι άλλοι θα αντιληφθούν ότι δεν επρόκειτο για πραγματικό επίτευγμα αλλά για μια εξαπάτηση.
Το άτομο που έχει πετύχει κάτι, ανεξάρτητα από το μέγεθος του επιτεύγματος-της επιτυχίας του, ακόμα και αν έχουν αποδείξεις για αυτήν την επιτυχία (π.χ. απόκτηση ενός πτυχίου, αναγνώριση, βράβευση), δεν πείθεται ότι αξίζει την επιτυχία αυτή και πιστεύει ότι κατά βάθος έχει εξαπατήσει τον κόσμο. Όποια επιτυχία αποδίδεται από το άτομο στους παράγοντες της τύχης, των συγκυριών, στο ότι δήθεν κατάφεραν και εξαπάτησαν τους άλλους, στο ότι οι άλλοι δεν ανακάλυψαν τα λάθη τους, κτλ.
Έτσι, το άτομο διακατέχεται από ένα μόνιμο άγχος ότι "θα τον ξεσκεπάσουν" σύντομα και ότι κάποια στιγμή θα αποκαλυφθεί ότι δεν άξιζε την αναγνώριση που είχε αυτό που κατάφερε.
Το σύνδρομο αυτό λέγεται ότι είναι ιδιαίτερα υψηλό στους ακαδημαϊκούς, και ιδιαίτερα στους μεταπτυχιακούς φοιτητές, που αγωνίζονται με τη διαδικασία της απόδειξης των φαινομένων μέσα από την εκπόνησης μιας έρευνας και αναπόσπαστο μέρος της δουλειάς τους είναι να βρίσκονται υπό εξέταση, κριτική και αμφισβήτηση! Επίσης, το σύνδρομο αυτό είναι συχνότατο στους χαρισματικούς και ταλαντούχους ανθρώπους, που, όταν η υψηλή τους ικανότητα δεν συνοδεύεται από ισχυρή αυτοεκτίμηση, τότε, ακόμα και αν έχουν καταφέρει υψηλά επιτεύγματα, δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν ότι το κατάφεραν με την αξία τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ηθοποιός Τζόντι Φόστερ, που, αφού κέρδισε το Όσκαρ το 1989 για την καταπληκτική ερμηνεία της στην ταινία "Κατηγορούμενη", φοβόταν ότι η Ακαδημία θα της ζητήσει να της επιστραφεί το βραβείο, γιατί της δόθηκε από λάθος!
Το φαινόμενο αυτό λοιπόν φαίνεται να συνδέεται με το εσωτερικό ή εξωτερικό σημείο απόδοσης μιας επιτυχίας ή αποτυχίας (locus of control, attribution theory) που πραγματεύεται η θεωρία απόδοσης αιτίων. Όταν κάποιος αποδίδει την επιτυχία μόνο σε εξωτερικά αίτια (π.χ. "πέρασα τις εξετάσεις γιατί ήταν αφηρημένος ο εξεταστής"), και την αποτυχία σε εσωτερικά (π.χ. "εγώ φταίω που δεν πήρα την προαγωγή"), αυτά μας οδηγούν σε σκέψεις για τη χαμηλή αυτοπεποίθηση του ατόμου και χρειάζεται έτσι αναδρομή στους λόγους που τον οδήγησαν στο να μην πιστεύει, αναγνωρίζει και υπερασπίζεται τον εαυτό του κάποιος.
Οπότε, περιφραστικά θα λέγαμε ότι το σύνδρομο impostor είναι η ψευδώς εξωτερική απόδοση μιας πραγματικής επιτυχίας και ο φόβος αποκάλυψης αυτής της υποτιθέμενης 'εξαπάτησης'.
Σχόλια