Μεταβολές του δείκτη νοημοσύνης στην εφηβεία

Για τα αποτελέσματα μιας έρευνας που πρόσφατα δημοσιεύτηκαν μας πληροφορεί το ακόλουθο άρθρο του Βήματος που αντιγράφω (υπογραμμίσεις δικές μου), σχετικά με την εξέλιξη του δείκτη νοημοσύνης κατά την εφηβεία. Ως τώρα ο δείκτης νοημοσύνης χρησιμοποιούνταν ως ένα προγνωστικό μέσο και δε θεωρούνταν ότι χρειάζονται επαναληπτικές μετρήσεις, καθώς η γενική πεποίθηση ήταν ότι παραμένει σχετικά σταθερό:

Εχετε ένα παιδί που πηγαίνει καλά στο σχολείο; Ή μήπως το δικό σας παιδί δείχνει να δυσκολεύεται; Σε όποια κατηγορία γονέων και αν ανήκετε, σίγουρα θα σας ενδιαφέρουν τα πρόσφατα ευρήματα βρετανών επιστημόνων, σύμφωνα με τα οποία ο εφηβικός εγκέφαλος παρουσιάζει σκαμπανεβάσματα που μπορεί να εκπλήξουν (ευχάριστα ή δυσάρεστα). Οπως αναφέρουν σε άρθρο τους, το οποίο δημοσιεύθηκε την περασμένη Πέμπτη στη διαδικτυακή έκδοση της επιθεώρησης «Νature», οι αρχικές καλές επιδόσεις των εφήβων δεν εγγυώνται την ίδια εξέλιξη. Ομοίως, οι αρχικές κακές επιδόσεις δεν σημαίνουν πάντοτε ότι το παιδί δεν θα μπορέσει να βελτιωθεί. Το «ΒΗΜΑScience» μίλησε με τη δρα Σου Ράμσντεν του Κέντρου Νευροαπεικόνισης στο University College του Λονδίνου, η οποία πραγματοποίησε τη μελέτη, προκειμένου να μάθουμε περισσότερα γι΄ αυτό το θέμα που αφορά γονείς και εκπαιδευτικούς.

Πιθανότατα οι εκπαιδευτικοί με μακρόχρονη εμπειρία δεν βρίσκουν παράξενο το εύρημα των βρετανών επιστημόνων. Σίγουρα στη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους θα έχουν γνωρίσει μαθητές που ξεκίνησαν καλά αλλά στην πορεία οι επιδόσεις τους μειώθηκαν και άλλους που είχαν αντίστροφη πορεία. Ωστόσο, καλώς ή κακώς, οι περισσότεροι από μας έχουμε την τάση να θεωρούμε σταθερές τις διανοητικές ικανότητες των συνανθρώπων μας και οι εκπαιδευτικοί δεν αποτελούν εξαίρεση. Και πώς θα μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά άλλωστε; Ως σήμερα το ΙQ (intelligence quotient) θεωρείται κάτι που παραμένει σταθερό στη διάρκεια της ζωής (εκτός βεβαίως εγκεφαλικών τραυματισμών ή ασθενειών που επιδρούν στον εγκέφαλο). Φαίνεται όμως ότι η παραπάνω άποψη θα πρέπει να αναθεωρηθεί, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον εφηβικό εγκέφαλο.

Η μελέτη
Το ΙQ 33 υγιών και νευρολογικά κανονικών εφήβων ηλικίας από 12 ως 16 ετών (μέση ηλικία 14,1 έτη) μέτρησαν οι βρετανοί επιστήμονες. Οι έφηβοι, 19 αγόρια και 14 κορίτσια, επελέγησαν έτσι ώστε να έχουν ένα ευρύ φάσμα ικανοτήτων, ενώ σύμφωνα με τη Σου Ράμσντεν «η μέτρηση του ΙQ έγινε με τη βοήθεια μιας σειράς δοκιμασιών αντίστοιχων με αυτές που χρησιμοποιούν οι κλινικοί ψυχολόγοι και που στοχεύουν να μετρήσουν τόσο τις λεκτικές όσο και τις μη λεκτικές διανοητικές ικανότητες.Κάθε παιδί εξετάστηκε ξεχωριστά και η διαδικασία διήρκεσε περί τις δύο ώρες.Ταυτόχρονα, ο εγκέφαλος των παιδιών “φωτογραφήθηκε” με τη βοήθεια σύγχρονων απεικονιστικών τεχνικών.Η αρχική μέτρηση πραγματοποιήθηκε το 2004 και ούτε τα παιδιά ούτε οι γονείς τους γνώριζαν ότι θα τα ξανακαλούσαμε για μετρήσεις τριάμισι- τέσσερα χρόνια μετά».

Οταν οι ερευνητές επανεξέτασαν τα παιδιά, τα οποία τώρα πια ήταν ηλικίας από 15 ως 20 ετών (μέση ηλικία 17,7 έτη), τα ευρήματά τους εξέπληξαν ακόμη και τους ίδιους.
«Τα αποτελέσματα από τα τεστ ΙQ θεωρείται ότι παραμένουν σταθερά.Δεν είναι τυχαίο ότι χρησιμοποιούνται από τα σχολεία για να καθοδηγήσουν τα παιδιά προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις όπου θα μπορούσαν να αναπτύξουν περισσότερο τις ιδιαίτερες κλίσεις τους.Αντιλαμβάνεστε ότι η πρώτη μας αντίδραση στα ευρήματα των δεύτερων μετρήσεων ήταν η επιφύλαξη. Μήπως κάποια παιδιά δεν ήταν αρκετά συγκεντρωμένα κατά τη διάρκεια των πρώτων ή των επόμενων τεστ;Μήπως κάτι δεν είχε γίνει σωστά;Ετσι αποφασίσαμε να δούμε αν τα νέα μας ευρήματα από τα τεστ ΙQ υποστηρίζονταν από τα ευρήματα της απεικόνισης των εγκεφάλων τους που είχαν ληφθεί τότε και τώρα».

Ανατομικές διαφορές
Καθώς η αύξηση ή η μείωση συγκεκριμένων ικανοτήτων των παιδιών επιβεβαιώθηκε από τις «φωτογραφίες» των εγκεφάλων τους, οι ερευνητές προχώρησαν τη μελέτη τους ένα βήμα παρακάτω. Υπέβαλαν τα παιδιά σε λειτουργική μαγνητική τομογραφία (functional Μagnetic Resonance Ιmaging, fΜRΙ). Πρόκειται για μια τεχνική απεικόνισης του εγκεφάλου η οποία αποκαλύπτει σε πραγματικό χρόνο τις περιοχές του εγκεφάλου που ενεργοποιούνται προκειμένου να επιτευχθεί μια λειτουργία, π.χ. να μιλήσουν ή να πατήσουν ένα κουμπί που αντιστοιχεί σε κάτι. Πράγματι, οι επιστήμονες μπόρεσαν να συνδέσουν τις παρατηρούμενες αλλαγές με συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου: η αύξηση στη λεκτική ευφυΐα συνδεόταν με ανάπτυξη της πυκνότητας των νευρώνων σε ένα τμήμα του αριστερού κινητικού φλοιούπεριοχή που ενεργοποιείται όταν μιλάμε. Η αύξηση στη μη λεκτική ευφυΐα σχετιζόταν με αύξηση της πυκνότητας στον πρόσθιο λοβό της παρεγκεφαλίδας- περιοχή που συνδέεται με τις κινήσεις των χεριών.

Ποιο είναι λοιπόν το μήνυμα των βρετανών ερευνητών προς τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς;
«Νομίζω ότι τα αποτελέσματά μας δείχνουν ξεκάθαρα πως οι εκπαιδευτικοί που χρησιμοποιούν προγνωστικά μοντέλα για να βοηθήσουν τους μαθητές τους να ακολουθήσουν σταδιοδρομίες που ταιριάζουν στις ικανότητές τους θα πρέπει να γνωρίζουν ότι για κάποια παιδιά οι προβλέψεις τους θα είναι λανθασμένες. Συνολικά,γονείς και εκπαιδευτικοί θα πρέπει να θυμούνται ότι η πλαστικότητα του εφηβικού εγκεφάλου είναι ιδιαίτερα αυξημένη.Ετσι,δεν θα πρέπει να εφησυχάζουν με τους καλούς μαθητές, ούτε να θεωρούν ότι οι λιγότερο καλοί δεν έχουν περιθώρια βελτίωσης».

Σχόλια