Μεταφράζω αυτό το άρθρο που μας δίνει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τους λόγους που οδηγούν στο να υποκύπτει κάποιος σε έναν τροφικό "πειρασμό". Αναφέρονται τρεις κύριες θεωρίες για το τι συμβαίνει, όταν το σάκχαρο είναι χαμηλό:
α) ο εγκέφαλος κάνει οικονομία στην ενέργειά του και δεν ασκεί αυτοέλεγχο, για μην ξοδέψει ενέργεια, αφού βλέπει ότι αυτή έπεσε,
β) ο εγκέφαλος μας κάνει πιο επιρρεπείς στο ρίσκο, γιατί αυτό είναι απαραίτητο στην περίπτωση της έλλειψης τροφής και
γ) η πτώση του σακχάρου σηματοδοτεί αύξηση του άγχους, το οποίο σαμποτάρει τη λογική σκέψη και τον αυτοέλεγχο απέναντι στις παρορμήσεις.
Το κυριότερο δίδαγμα από αυτό το άρθρο είναι ότι τελικά δε χρειάζεται απλώς να θρέφουμε τον εγκέφαλό μας, διατηρώντας τα επίπεδα του σακχάρου όσο πιο σταθερά γίνεται, αλλά να μάθουμε να διαχειριζόμαστε το άγχος (και γενικότερα την ψυχική αναστάτωση). Ας δούμε λοιπόν το άρθρο:
Αυτά συμφωνούν με άλλες μελέτες που δείχνουν ότι το άγχος είναι ο μεγαλύτερος παράγοντας που σαμποτάρει τον αυτοέλεγχο. Οι ορμόνες του άγχους άλλωστε έχουν μελετηθεί και στην εξάρτηση από το οινόπνευμα, και στις περιπτώσεις αποτυχημένων διαιτών.
α) ο εγκέφαλος κάνει οικονομία στην ενέργειά του και δεν ασκεί αυτοέλεγχο, για μην ξοδέψει ενέργεια, αφού βλέπει ότι αυτή έπεσε,
β) ο εγκέφαλος μας κάνει πιο επιρρεπείς στο ρίσκο, γιατί αυτό είναι απαραίτητο στην περίπτωση της έλλειψης τροφής και
γ) η πτώση του σακχάρου σηματοδοτεί αύξηση του άγχους, το οποίο σαμποτάρει τη λογική σκέψη και τον αυτοέλεγχο απέναντι στις παρορμήσεις.
Το κυριότερο δίδαγμα από αυτό το άρθρο είναι ότι τελικά δε χρειάζεται απλώς να θρέφουμε τον εγκέφαλό μας, διατηρώντας τα επίπεδα του σακχάρου όσο πιο σταθερά γίνεται, αλλά να μάθουμε να διαχειριζόμαστε το άγχος (και γενικότερα την ψυχική αναστάτωση). Ας δούμε λοιπόν το άρθρο:
Για τις λιγούρες μας κατηγορούμε την πείνα, αλλά τελικά ο φταίχτης μπορεί να είναι το άγχος. Μια ακόμα μελέτη έδειξε ότι τα χαμηλά επίπεδα σακχάρου μας κάνουν πιο επιρρεπείς στον πειρασμό. Αυτή η διαπίστωση δεν είναι καινούρια. Οι άνθρωποι που έχουν χαμηλό επίπεδο σακχάρου είναι πιο πιθανό να παίρνουν ρίσκα, να ξοδεύουν χρήματα αυθόρμητα, να κλέβουν σε ένα τεστ, να λαχταρούν ένα τσιγάρο, ακόμα και να φλερτάρουν με κάποιον που δεν θα έπρεπε.
Εχουν διατυπωθεί αρκετές θεωρίες για το γιατί. Μια κοινή εξήγηση είναι ότι ο εγκέφαλος χρειάζεται υψηλά επίπεδα ενέργειας (δηλαδή γλυκόζης), για να ασκήσει αυτοέλεγχο. Όταν το σάκχαρο είναι χαμηλό στο αίμα, ο εγκέφαλος δε θα ξοδέψει ενέργεια για να προσπεράσει τις παρορμήσεις αυτές.
Μια ακόμα θεωρία έχει τις ρίζες της στην εξελικτική ψυχολογία: όταν πέφτει το σάκχαρο στο αίμα, ο εγκέφαλος πηγαίνει σε κατάσταση επιβίωσης. Ενστικτωδώς μας ωθεί στο να καταναλώσουμε περισσότερη ενέργεια (αυξάνει δηλαδή τις "λιγούρες"). Και για την περίπτωση που τα χαμηλά επίπεδα σακχάρου αντικατοπτρίζουν τροφικές ελλείψεις, γενικότερα θα μας κάνει να πάρουμε περισσότερα ρίσκα. Εξάλλου, σε στιγμές κρίσεων τροφικών ελλείψεων, ίσως θα πρέπει κανείς να παλέψει για το επόμενο γεύμα του, ή να δοκιμάσει έναν νέο καρπό που δεν είχε ξαναδοκιμάσει.
Η νέα όμως μελέτη των νευροεπιστημόνων στο Πανεπιστήμιο Yale και το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια, μας δίνει ένα ακόμα στοιχείο. Δεν πρόκειται απλώς για ένα πρόβλημα που αφορά την ενέργεια, ή ένα ένστικτο επιβίωσης για να μας γεμίσει με περισσότερο φαγητό. Οι ερευνητές έλεγξαν ενδοφλέβια τα επίπεδα σακχάρου των συμμετεχόντων της έρευνας και μετά καταμέτρησαν το τι συνέβαινε στους εγκεφάλους και τα σώματά τους, καθώς τους προκαλούσαν με φαγητά υψηλού θερμιδικού περιεχομένου. Βρήκανε ότι το τμήμα του εγκεφάλου που ασχολείται με την ανταμοιβή, το οποίο παράγει τις λιγούρες αυτές, ανταποκρινόταν περισσότερο στο φαγητό, όταν το σάκχαρο έπεφτε στο αίμα. Ο προμετωπιαίος λοβός- που είναι απαραίτητος, για να ξεπερνιούνται αυτές οι λιγούρες- υπολειτουργούσε. Όταν έπεφτε το σάκχαρο, αυξάνονταν επίσης οι ορμόνες του άγχους στους συμμετέχοντες. Και αυτές οι ορμόνες του άγχους είχαν το μεγαλύτερο αποτέλεσμα στον εγκέφαλο- όχι οι αλλαγές στην ινσουλίνη, τη γκρελίνη και όσες άλλες ορμόνες σχετίζονται με την πείνα.
Σχόλια