Όταν οι γιορτές ταυτίζονται με το φαγητό

Πλησιάζει η Τσικνοπέμπτη και πολύς κόσμος συζητά πώς θα διασκεδάσει, πού θα κλείσει τραπέζι, τι θα κάνει, τι θα φάει. Η ίδια η Τσικνοπέμπτη είναι μια αρκετά φαγητοκεντρική γιορτή, αφού αφορά την κατανάλωση κρέατος και το γλέντι πριν τη νηστεία για το ορθόδοξο Πάσχα. Πότε όμως παραγκωνίζεται η γενικότερη σημασία μιας γιορτής, με αποτέλεσμα να μένουμε μόνο στην κατανάλωση τροφής; Σίγουρα τα περισσότερα έθιμα, παραδόσεις, γιορτές και περιστάσεις είναι συνυφασμένες και με ένα ειδικό φαγητό. Κάποτε υπήρχαν πρακτικοί λόγοι για έναν τέτοιον προγραμματισμό (π.χ. ανάλογα με την εποχιακή διαθεσιμότητα τροφής, με γεωγραφικούς λόγους κτλ.). Στη σημερινή εποχή όμως φαίνεται ότι, λόγω κοινωνικών μεταβολών (π.χ. απομάκρυνση από την εξοχή, αστική ζωή, απομάκρυνση από την αυστηρή τήρηση θρησκευτικών λατρευτικών ηθών, όπως είναι η νηστεία) μας έμεινε η επικέντρωση στο φαγητό. Σίγουρα δε χρειάζεται να αγνοούμε την τροφή- είναι ωραίο μια γιορτή να διανθίζεται από ειδικές γεύσεις και δεν είναι κακό πού και πού να τρώμε και λίγο παραπάνω. Πότε όμως μια κοινωνική περίσταση ταυτίζεται με ένα υπερφαγικό επεισόδιο; Όταν προγραμματίζουμε την Τσικνοπέμπτη μας, πόση έμφαση δίνουμε στη γενικότερη γιορτή (καρναβάλια, μουσική, καλή παρέα, χορός, καλή διάθεση, γέλιο); Μήπως παραδίνουμε βαρύτητα στο φαγητό- ιδιαίτερα σε μια εποχή υπεραφθονίας αγαθών, σε σύγκριση με αλλοτινές εποχές;

Με ευχές για καλή διασκέδαση και φυσικά καλή όρεξη, παραθέτω ένα ωραίο άρθρο που περιγράφει πολύ γλαφυρά τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία μας πολλές φορές γίνεται υπερφαγική, όταν στα έθιμα, τις παραδόσεις, τις γιορτές, τις περιστάσεις, η προσοχή εστιάζεται περισσότερο από ό,τι θα έπρεπε στο φαγητό, αγνοώντας άλλες παραμέτρους [οι υπογραμμίσεις δικές μου].

Οι καλοφαγάδες
ΦΥΣΕΙ ΚΑΙ ΘΕΣΕΙ.
Πάει καιρός που κάποιοι λένε ότι το φαγητό είναι το υποκατάστατο του σεξ στην εποχή μας. Στην πραγματικότητα όμως το φαγητό συνιστά μια διαδικασία πολύ πιο πρωταρχική και σημαντικότερη από τη γενετήσια λειτουργία στη ζωή του ανθρώπου. Η οποία διαδικασία αρχίζει με το θηλασμό του νεογέννητου (και τη σημασία που, όπως ξέρουμε από την ψυχανάλυση, έχει αυτό το στάδιο στη ζωή του ανθρώπου) και τελειώνει, ας πούμε συμβολικά, με το τελευταίο γεύμα ενός καταδικασμένου σε θάνατο. Μια διαδικασία επενδεδυμένη με πλήθος φαντασιακές, ατομικές και κοινωνικές σημασίες, που υπερβαίνουν -σε κάθε περίπτωση - τη λειτουργία της θρέψης, την απαραίτητη για τη βιολογική επιβίωση κάθε έμβιου όντος. Καθώς προσφέρει, εκτός από το αίσθημα κορεσμού της πείνας, μια καθημερινή ηδονή που μπορεί να την απολαμβάνει μόνος του κανείς, αλλά που μπορεί κυρίως να τη μοιράζεται με άλλους (φιλικά, οικογενειακά, συναδελφικά, κοινοτικά), μετέχοντας έτσι σε μια «κοινή ουσία» (συνουσία) συμβίωσης. Όπως γράφει, στο δοκίμιο του «Δύο δείπνα», ο Τζορτζ Στάινερ: «Το μοιρασμένο γεύμα είναι η καθαρότερη, η πιο πλήρης μορφή του συμβιώνειν».

ΜΕ ΚΑΘΕ ΑΦΟΡΜΗ.
Η αλήθεια είναι ότι σε μια εποχή καταναλωτικής υπεραφθονίας (και πλήξης), όπως η δική μας, όπου όλες οι άλλες μορφές παραδοσιακής συμβίωσης απεκδύονται τις σημασίες τους, καταλήγουμε οι περισσότεροι - αργά ή γρήγορα - κοιλιόδουλοι: υπάρξεις επικεντρωμένες στο στομάχι μας (και, δευτερευόντως, στα γεννητικά μας όργανα). Περιμένουμε να έρθουν οι γιορτές των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και του Πάσχα, προγραμματίζοντας κυρίως τι θα φάμε και πού θα φάμε, όπως την Τσικνοπέμπτη πώς θα το «τσικνίσουμε», την Καθαρά Δευτέρα πού θα δοκιμάσουμε λαγάνα, φασολάδα, ταραμά (συν όλα τα άλλα), την 25η Μαρτίου πόσο θα «τσακίσουμε» τον μπακαλιάρο σκορδαλιά, την Πρωτομαγιά πού θα περιδρομιάσουμε υπαίθρια. Παρακολουθούμε βαριεστημένα τις τελετές σε γάμους και βαφτίσια (ακόμη και μνημόσυνα), περιμένοντας να έρθει η ώρα του τραπεζώματος. Πάμε εκδρομές, διακοπές, σε επαγγελματικά ταξίδια και συνέδρια και το πρόγραμμά μας ρυθμίζεται με βάση πότε και τι θα φάμε. Πάμε στα εξοχικά μας σπίτια για ψήσουμε, πάμε επίσκεψη στους γονείς μόνο για να φάμε, βγαίνουμε οικογενειακά τα μεσημέρια της Κυριακής απλώς για φάμε. Περιμένουμε να σχολάσουμε απ’ τη δουλειά για να πάμε σπίτι, να στηθούμε μπροστά στην τηλεόραση και να φάμε. Βγαίνουμε έξω με παρέα για να φάμε και συζητάμε τι φάγαμε και πού φάγαμε, την προηγούμενη φορά. Κάνουμε δίαιτα αδυνατίσματος και ανυπομονούμε να έρθει η ώρα που θα φάμε (ό,τι επιτρέπεται) και πότε θα τελειώσει αυτό το βάσανο των απαγορεύσεων της δίαιτας, για να ξαναφάμε «κανονικά». Τρώμε και περιμένουμε να χωνέψουμε, για να έρθει πάλι η ώρα που θα ξαναφάμε. Ε, δεν τρωγόμαστε πια!

ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ.
Τώρα, όταν σε κάθε αστικό κέντρο με κάποιο μέγεθος φυτρώνουν συνεχώς, σε κάθε γειτονιά, φαγάδικα, όχι μόνο με ελληνική, αλλά και με διεθνή, μεσογειακή, ιταλική, κινέζικη, ιαπωνική, αμερικάνικη, γερμανική, ισπανική, μεξικάνικη, ινδική, αραβική, ανατολίτικη, πολίτικη κουζίνα και βάλε κι άλλα τόσα ουζερί και ψαροταβέρνες, χώρια οι κρεπερί – τοστάδικα, τα γυράδικα, οι πιτσαρίες, τα κοτοπουλάδικα, κ.ά., οι πειρασμοί είναι πολλοί και πώς ν’ αντισταθείς; Άσε δε τα ζαχαροπλαστεία και τα συμπληρωματικά μαγαζιά με αρτοσκευάσματα τώρα πια, που είναι μια άλλη ιστορία… Σαν κάποιος να μας προτρέπει «φάτε γιατί χανόμαστε»!

Σωτήρης Ζήκος

Σχόλια