Βάζετε τις φωνές στα παιδιά σας;

Από πολλούς έχω ακούσει να μου λένε "δεν μπορώ να σε φανταστώ να φωνάζεις". Ναι, μπορεί να είμαι γενικά ήρεμος άνθρωπος, αλλά έχει τύχει να φωνάξω, και κάποιες ελάχιστες φορές και στο παιδί μου ή μπροστά στο παιδί μου. Τα συναισθήματα που βίωσα μετά από κάθε μια από εκείνες τις 4-5 φορές που φώναξα πολύ ήταν πολύ έντονα: ενοχή, θυμός με τον εαυτό μου, στενοχώρια που τρόμαξα και χρησιμοποίησα τη βία της φωνής σε ένα γλυκό πλάσμα που απλώς ήταν παιδί. Το να χρησιμοποιείς υψηλή ένταση στη φωνή σου για να τραβήξεις την προσοχή ή να προειδοποιήσεις για έναν κίνδυνο δεν είναι κακό. Χρειάζεται μερικές φορές, για να επισημάνουμε κάτι ή για να δείξουμε ότι δεν αστειευόμαστε και δεν παίζουμε, αλλά αυτό που λέμε έχει μεγάλη σημασία. Οι επανειλημμένες όμως φωνές που στοχεύουν στο να κατηγορήσουμε το παιδί, να το επικρίνουμε ή να του επιτεθούμε, μπορούν να έχουν άσχημα αποτελέσματα. Η έντονη εκδήλωση του θυμού με τόσο επιθετικό τρόπο (ιδίως για ασήμαντους λόγους) θα κάνει το παιδί να αντεπιτεθεί ή να αμυνθεί. Ξέρουμε βέβαια ότι πάνω στον θυμό συνεννόηση δε γίνεται. Για ποιον λόγο λοιπόν να γίνει μια έκρηξη θυμού; Για εκτόνωση με σάκο του μποξ ένα ευαίσθητο πλάσμα; Για να προκαλέσουμε φόβο και να εμπνεύσουμε σεβασμό; Γιατί έχουμε νεύρα και είμαστε κουρασμένοι από τη δουλειά μας; Καμία δικαιολογία δεν είναι αντίστοιχη των επιπτώσεων δυστυχώς. Κάποιες έρευνες έχουν δείξει ότι οι γονείς έγιναν στις μέρες μας πιο φωνακλάδες, ίσως για να αντισταθμίσουν το ότι δεν χρησιμοποιούν πια σωματική βία όσο παλιά και για να εκτονώσουν έτσι τα συναισθήματά τους. Οι εκρήξεις θυμού με δυνατές φωνές όμως δημιουργούν προβλήματα στη σχέση με το παιδί και, αν γίνονται συχνά και συνοδεύονται και από επικριτικούς χαρακτηρισμούς ή ύβρεις, θέτουν το παιδί σε ομάδα υψηλού κινδύνου για επικίνδυνες συμπεριφορές στο μέλλον, όπως κατάθλιψη ή εμπλοκή σε εκφοβισμό. Επίσης, ας έχουμε υπόψη ότι η συμπεριφορά του γονιού είναι ταυτόχρονα μάθημα συμπεριφοράς. Τι πρότυπο προσφέρουμε στο παιδί, αν δεν μπορούμε να ελέγξουμε τον θυμό μας; Του διδάσκουμε ότι έτσι λύνονται τα προβλήματα, ότι οι άνθρωποι δε διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους και ότι δε χρειάζεται να δείχνουμε κατανόηση και υπομονή με τους άλλους. Τι κάνουμε λοιπόν; α) πατάμε "pause". Όταν συγχυστούμε με κάτι, προσπαθούμε να κάνουμε μια παύση μέσα μας, για να μην εξελιχθεί το συναίσθημα άσχημα. β) ερχόμαστε σε επαφή με αυτό που αποκαλώ "στιγμή ευκαιρίας". Έχουμε στη διάθεσή μας μια στιγμή στην οποία μπορούμε να αποφασίσουμε τι μονοπάτι θα ακολουθήσει η συμπεριφορά μας. Υπάρχει πάντα μια στιγμή επιλογής! γ) επεξεργαζόμαστε γρήγορα την πληροφορία. Έγινε κάτι επίτηδες; Ήταν πολύ επικίνδυνο; Χρειάζεται άμεσα να προστατεύσουμε κάποιον; δ) δρούμε. Μαζεύουμε ό,τι χύθηκε ή (αν το παιδί είναι σε κατάλληλη ηλικία) με σοβαρό τόνο ζητάμε από το παιδί να επιδιορθώσει την κατάσταση. Ακόμα και αν δε μαζέψει όλο το νερό που χύθηκε, το αφήνουμε να προσπαθήσει και στο τέλος του λέμε "μπράβο, ευχαριστώ που τα μάζεψες" και διακριτικά τελειώνουμε μετά εμείς τη δουλειά. ε) αρπάζουμε την ευκαιρία για μάθημα: αν θεωρούμε ότι κάτι έγινε επίτηδες, εκκούσια ή με κακεντρέχεια, μπορούμε να πάρουμε έναν αυστηρό τόνο στη φωνή μας (ίσως με λίιιγη ένταση παραπάνω) και να εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία, για να δώσουμε ένα μάθημα. Δε χρειάζονται χαρακτηρισμοί και κηρύγματα. Αρκεί η υπενθύμιση ενός κανόνα ("δεν πετάμε τα παιχνίδια"), ίσως η επεξήγησή του ("γιατί θα σπάσουν ή θα χτυπήσει κανένας") και η επισήμανση του λάθους του παιδιού ("πέταξες κάτω το παιχνίδι ενώ ξέρεις ότι δεν είναι σωστό"). στ) αμέσως προσφέρουμε αγάπη. Δεν αφήνουμε να περάσει πολλή ώρα. Ιδίως αν δούμε ότι το παιδί αναστατώθηκε πολύ, φροντίζουμε άμεσα να το παρηγορήσουμε. Δε χρειάζεται να πλαντάξει στο κλάμα και τη στενοχώρια ένα παιδί, για να καταλάβει το λάθος του. Παίρνουμε το παιδί αγκαλιά, του λέμε λόγια αγάπης, κατανόησης (“ξέρω ότι στενοχωρέθηκες”), ενσυναίσθησης (“φαντάζομαι τρόμαξες κι εσύ”).
ζ) ώρα για επανόρθωση. Μόλις χαμηλώσουν οι τόνοι (είπαμε, πάνω στο θυμό και τη στενοχώρια δεν μπορούμε να περιμένουμε συνεννόηση και συζήτηση) αξιολογούμε την κατάσταση και επανορθώνουμε. Είναι η κατάλληλη στιγμή να σιγουρέψουμε έναν κανόνα (“όπως είπαμε, δεν είναι σωστό να πετάμε τα παιχνίδια κάτω”), αν φωνάξαμε, να ζητήσουμε συγγνώμη (“συγγνώμη που φώναξα δυνατά, θύμωσα πολύ αλλά δεν έπρεπε να φωνάξω τόσο, δεν είναι σωστό να φωνάζουμε”) και να εκμαιεύσουμε τη συγγνώμη του παιδιού (“τι λέμε όταν κάνουμε κάτι λάθος;”). Μετά τη συγγνώμη, ένα “είμαστε φιλαράκια πάλι” ή ένα “κόλλα το” σφυρίζει τη λήξη του...ματς.
Είναι ανθρώπινο ο γονιός να τα χάνει μια στο τόσο και να δρα παρορμητικά. Όμως η διαχείριση των συγκρούσεων είναι κάτι που θα επωφελήσει όλες τις οικογενειακές σχέσεις και θα προστατεύσει τον συναισθηματικό κόσμο του παιδιού. Κι αν βρίσκετε δύσκολο να πατήσετε pause και να προχωρήσετε στα επόμενα βήματα της διαχείρισης της σύγκρουσης με το παιδί, δοκιμάστε τα παλιά κόλπα του “μετράω μέχρι το 10” ή “παίρνω βαθιές αναπνοές”!

Σχόλια